Κατηγορία: Β

Βοϊδόπ’τσα:

Το πέος του βοδιού, που μετά απο επεξεργασία ξεραίνεται και χρησιμοποιείται σαν μαστίγιο για τα ζώα.

Άϊτι βριμέν’ βοϊδόπτ’σα  απ’ σας χρειάζιτι!

Βουριάς.

Βοριάς, ή αλλιώς Τραμουντάνα. Στην Λαμία και στα γύρω χωριά, ο βοριάς έρχεται απο ανατολικά, αν ερχόταν απο βόρεια θα ερχόταν απ τα χωριά του Δομοκού. Οπότε έρχεται απ’ τον Μαλιακό κόλπο γιατί χτυπάει στην περιοχή της Γλύφας απέναντι απ’ την βόρεια Έυβοια.

Μας ανεμουτούρλιαξι αυτός ου βουριάς απ’ φ’σάει.

Βούζα:

Μουτρομένος, μουτρομένη, ο ίδιος χαρακτηρισμός είτε για αρσενικό είτε για θηλυκό.

Απ’ λές μόλις μι είιδι αυτήν, μιτά ούλου του βράδ’ βούζα ήταν, κριέμασι τα μούτρατ’ς μιέχρι του πάτουμα, κι γω δε τς’ ιέδωκα καμιά σιουμασία.

Βετούλι:

Το κατσίκι πού έχει χρονίσει.

Μ’ όφιρι απ’ του χουριό ιένα κιλό βιτούλ’, κι δε μ’ άφκε να του πλιερώσου.

Βολά:

Φορά.

Μια κι δυο βολές πάϊεναμε για ξύλα; ολοένα μάζιεαυμε για τον χμειώνα για να μην ιέχουμι ανάγκ’.

Βούριαξε:

Η ώρα ζώων για ζευγάρωμα. Μεταφορικά και για γυναίκα ελευθεριάζουσα, ή κάποια που αλλάζει ερωτικούς συντρόφους συνεχώς.

Δε τη γλέπ’ς απ’ βούριαξι για άντρα; ά! ετσιά είναι κι τα κουρίτσιατ’ς τα βουριάρκα.

 

Βαΐζει:

Γέρνει.

Αγιέ’μ βαίζ’ τού μπαούλου ιέτς απ’ του φόρτουσις απάν στού γμάρ.

Bουνιά:

Οι κοπριές των αγελάδων.

Πάινε να μάεις τς’ βουνιές απ’ τουν στάβλου.

error: Content is protected !!